ταμαρικίδες

ταμαρικίδες
οι, Ν
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη τάμαριξ, ρεωμυρία, μυρικαρία και ολολάχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamaricaceae < tamarix (βλ. ταμάρίξ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τάμαριξ — ή ταμάριξ, άρικος, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ταμαρικίδες τής τάξης ταμαρικώδη και περιλαμβάνει 54 περίπου είδη θάμνων και χαμηλών δένδρων τα οποία ευδοκιμούν σε αλμυρές ερήμους, σε παραθαλάσσιες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”